- Ναξιώτης
- και Αξιώτης, ο, θηλ. -ισσαο Νάξιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Νάξος + κατάλ. εθν. ον. -ιώτης (πρβλ. Ιμβρ-ιώτης, Πορ-ιώτης). Ο τ. Αξιώτης με αφαίρεση τού αρκτικού Ν- (πρβλ. νάρθηκας: άρθηκας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νάξιος — ια, ο (Α νάξιος, ία, ον) [Νάξος] 1. αυτός που προέρχεται από τη Νάξο, ναξιακός 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όν.) ο Νάξιος, η Ναξία αυτός που γεννήθηκε στη Νάξο ή που κατοικεί στη Νάξο, ο Ναξιώτης 3. φρ. α) «ναξία λίθος» και «ναξία πέτρη» λίθος … Dictionary of Greek
νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… … Dictionary of Greek
ναξιώτικος — και αξιώτικος, η, ο [ναξιώτης] ο ναξιακός, αυτός παράγεται ή προέρχεται από τη Νάξο … Dictionary of Greek
Αταλιώτης, Νικόλαος — Αγωνιστής του 1821, Ναξιώτης προεστός και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Εργάστηκε στο νησί για την ευόδωση των επαναστατικών ιδεών, ως πρόκριτος και κυρίως ως οργανωτής εράνων και μυστικών εισφορών για τις ανάγκες του Αγώνα … Dictionary of Greek
Αξιώτης — ο (αντί Ναξιώτης), ο από το νησί Νάξο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)